στέκα — η (λ. ιταλ.) 1. μακριά ράβδος που χρησιμοποιείται στα σφαιριστήρια. 2. εργαλείο υποδηματοποιού. 3. μτφ., αδύνατη γυναίκα: Παντρεύτηκε μια στέκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπιλιάρδο — Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που,… … Dictionary of Greek
στέκας — ο, Ν [στέκα] ψηλόλιγνος άντρας σαν στέκα τού μπιλιάρδου … Dictionary of Greek
στεκάρω — Ν [στέκα] (για υποδηματοποιό) γυαλίζω με στέκα τη σόλα παπουτσιού … Dictionary of Greek
στεκάρισμα — το, Ν [στεκάρω] το γυάλισμα τής σόλας τού παπουτσιού με στέκα … Dictionary of Greek
φαλτσαστέκα — και φαλτσοστέκα και φαλτσοστεκιά, η, Ν 1. εσφαλμένο χτύπημα τής σφαίρας στο μπιλιάρδο 2. (κατ επέκτ.) αποτυχημένη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλτσος + στέκα] … Dictionary of Greek
στεκάρισμα — το γυάλισμα της σόλας με τη στέκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεκάρω — (λ. ιταλ.), γυαλίζω τη σόλα με τη στέκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)